- ελληνοαλβανικός
- -ή, -όο ελληνικός και ο αλβανικός ταυτόχρονα, ο αλβανοελληνικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.